δικάρδιος

δικάρδιος
δικάρδιος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει δύο καρδιές («πέρδικες δικάρδιοι»)
2. το ουδ. ως ουσ. το δικάρδιον
είδος μαρουλιού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δικάρδιον — δικάρδιος with two hearts masc/fem acc sg δικάρδιος with two hearts neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικάρδιοι — δικάρδιος with two hearts masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”